- ἀνιόντι
- ἄνειμιgo uppres part act masc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άμα — (Α ἅμα) Ι. (ως επίρρημα) (παροιμιώδης φράση) «ἅμ’ ἔπος ἅμ’ ἔργον», πάραυτα, αμέσως, παρευθύς, στη στιγμή και νεώτ. «εν τω άμα» και «ἐν τῷ ἅμα καὶ τό θάμα» αρχ. (κυρίως με άμεση αναφορά σε χρόνο) 1. αμέσως, συγχρόνως 2. με την ίδια σημασία… … Dictionary of Greek
ἀνιόντ' — ἀνιόντα , ἄνειμι go up pres part act masc acc sg ἀνιόντα , ἄνειμι go up pres part act neut nom/voc/acc pl ἀνιόντι , ἄνειμι go up pres part act masc/neut dat sg ἀνιόντε , ἄνειμι go up pres part act masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)